Ο Αριστοτέλης διατυπώνει την σημαντική διαπίστωση, που πάντοτε ίσχυε και θα ισχύει σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, πως ο λαός δεν είναι αδιάφθορος. Διότι πιστεύει ότι μπορεί να διαφθαρεί με τις “Χάριτες” και τα “Κέρδη” (ή με τις προεκλογικές υποσχέσεις, στα καθ’ ημάς). Όμως λέει ότι διαφθείρεται δυσκολότερα από ότι οι “ολίγοι”.

Αυτή η διαπίστωση παίρνει μια ιδιαίτερη διάσταση στη σημερινή εποχή της γενικευμένης συναλλαγής, του “κέρδους” και των “χαρίτων”. Και μάλλον αρκεί από μόνη της για να απαντήσει στο καίριο ερώτημα, αν δηλαδή πρέπει να είναι “ό δήμος ό κρατών” ή οι “ολίγοι” (αντιπρόσωποί του).

Η ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία είναι το πολίτευμα που δικαιούνται κυριολεκτικά και απόλυτα να αποκαλείται δημοκρατία. Μόνο σ’ αυτό ο “δήμος” (λαός) “κρατεί” (έχει, την εξουσία). Κανένα άλλο σημερινό δεν δικαιούται κάτι τέτοιο.

Η δημοκρατία δεν “φύτρωσε” ξαφνικά στην ελληνική πολιτική σκέψη. Τα πρώτα σπέρματά της ανάγονται στην αυγή της εμφάνισης του λαού αυτού, στη μυθολογία του.
Δεν είναι του παρόντος να αρχίσουμε από εκεί. Θα σταθούμε μόνο σε ένα γεγονός: η “εκκλησία του δήμου” (λαϊκή συνέλευση θα λέγαμε σήμερα) υπάρχει και λειτουργεί πολύ πριν εμφανιστεί η δημοκρατία. Έστω και αν οι δικαιοδοσίες της είναι, ακόμη, πολύ περιορισμένες: να εγκρίνει ή όχι τις προτάσεις των βασιλέων ή άλλων αρχόντων.

Δεν θα αναφερθούμε στα δημοκρατικά πολιτεύματα άλλων “πόλεων” (κρατών) της περιόδου εκείνης. Διότι η Αθήνα δεν ήταν, τότε, η μοναδική δημοκρατική πολιτεία. Όμως το υπόδειγμα που προσέφερε ήταν τόσο τέλειο, που περιττεύει η αναφορά και σε άλλα.

Ο Σόλων

Ο Σόλων ήταν ο πρώτος που αναμόρφωσε ριζικά τους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς στην Αθήνα (594-593 π.Χ.) Με μια σειρά από επαναστατικά επανορθωτικά μέτρα, που όλα μαζί ονομάστηκαν “σεισάχθεια” (απόσειση βαρών) επανέφερε την κοινωνική γαλήνη: ακύρωσε τις οφειλές προς το δημόσιο ή ιδιώτες, κατάργησε το δανεισμό “επί σώμασιν” (δουλοποίηση εν αδυναμία αποπληρωμής χρέους), απελευθέρωσε όσους πολίτες είχαν δουλωθεί και αμνήστευσε τα αδικήματα που επέφεραν απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων.

solon
Ο Κλεισθένης

Ο Κλεισθένης ήταν αυτός που μεταρρύθμισε ριζικά το αθηναϊκό πολίτευμα (508-507 π.Χ.) Στα θεμέλια της πολιτείας, περιόρισε τη δυνατότητα επηρεασμού των ασθενέστερων πολιτών (λόγω οικονομικής κατάστασης, μόρφωσης, ή κεκτημένων συνηθειών) και μείωσε τις τοπικιστικές τάσεις. Στη διοίκηση, μετέφερε στη λαϊκή Βουλή (και το εκάστοτε πρυτανεύον τμήμα της) τις εξουσίες των αρχόντων.

Ο Κλεισθένης επινόησε και έθεσε σε εφαρμογή μια πραγματική πολιτικο-κοινωνική ανατροπή. Μέχρι τότε, οι πολίτες υπάγονταν σε 4 φυλές, καθεμιά από τις οποίες ήταν ένωση “φατριών” (αδελφοτήτων κοινής καταγωγής). Αθηναίος πολίτης γινόταν μόνον όποιος ανήκε σε κάποια φατρία και η ιδιότητα του μέλους της φατρίας δεν ήταν επίκτητη αλλά συγγενής.

Ο Κλεισθένης παρέκαμψε τις παραδοσιακές φατρίες και φυλές και εισήγαγε, για την εκλογική διαδικασία, τους δήμους. Για να επιτευχθεί ο σκοπός της μεταρρύθμισης έπρεπε οι φυλές:

α) να έχουν ίσο περίπου αριθμό εκλογέων
β) να μην εκφράζουν τοπικιστικές τάσεις και συμφέρονται των εκλογέων και
γ) να εμποδίζουν την άσκηση πιέσεων στους εκλογείς από τοπικούς παράγοντες,

Το σχήμα που θεσμοθετήθηκε, για να εξασφαλιστούν οι τρείς αυτές προϋποθέσεις, προέβλεπε το χωρισμό της αθηναϊκής επικράτειας σε τρείς περιοχές: το “άστυ” (Αθήνα, Πειραιάς και προάστια), την “παραλία” (Σαρωνικός και Νότιος Ευβοϊκός) και τη “μεσογαία” (εσωτερικό).

Με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη η εκκλησία του δήμου όχι μόνον απορρίπτει η τροποποιεί τις προτάσεις των αρχόντων και δέχεται προτάσεις πολιτών, αλλά και επικυρώνει ή ακυρώνει θανατικές καταδίκες δικαστηρίων, ακόμη και του Αρείου Πάγου.

klisthenis

Ο Εφιάλτης

Κι αυτό ακριβώς ανέλαβε να ολοκληρώσει ο Εφιάλτης, αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης (υπαρχηγός ο Περικλής), αφαιρώντας από τη Βουλή του Αρείου Πάγου (462 π.Χ.) όλες τις πολιτικές αρμοδιότητες και επιμερίζοντάς τες στην Εκκλησία, τη Βουλή και την Ηλιαία (το δικαστικό σώμα). Και μάλλον πλήρωσε για το εγχείρημα αυτό με την ίδια τη ζωή του (δολοφονήθηκε ένα χρόνο μετά)

Με τη νέα μεταρρύθμιση του Εφιάλτη, όπου θεσπίζεται επίσης και η περίφημη “γραφή παρανόμων” (οι λόγοι του Δημοσθένη και του Αισχίνη είναι μια πλούσια πηγή για την αποτίμηση της αξίας του θεσμού αυτού), η δημοκρατία ολοκληρώνεται. Γίνεται “άκρακτος” (αμιγής, ανόθευτη).

Ο λαός γίνεται κυρίαρχος σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής. Χωρίς την έγκρισή του τίποτε δεν μπορεί να γίνει.

Θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αθηναϊκής δημοκρατίας είναι η ελευθερία, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ισοπολιτεία. Βασικό όργανο για τη διαφύλαξή τους, η δυνατότητα ελέγχου του κάθε πολίτη από το σύνολο των πολιτών, όπως και του συνόλου από τον οποιοδήποτε πολίτη.

Με την ελευθερία που παρέχει το πολίτευμα (ελευθερία, όμως, προσδιορισμένη από το νόμο), ήταν τόσο μεγάλη η ανάγκη να ελέγχονται οι πάντες από τους πάντες, ώστε αφ’ ενός διαμορφώθηκε ένα πλέγμα θεσμών για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της δημόσιας ζωής και των προσώπων που συμμετείχαν σ’ αυτήν, αφ’ ετέρου μεταβιβάστηκε η δικαστική εξουσία εξ ολοκλήρου στο λαό και αυξήθηκαν οι συνεδριάσεις των δικαστηρίων.

Όλες οι εξουσίες πηγάζουν και ελέγχονται απ’ ευθείας από το λαό, το σώμα της Εκκλησίας του δήμου. Και οι αρχές είναι προσιτελάσιμες σε κάθε πολίτη.

Οι σύγχρονες έννοιες της πολιτικής “αντιπροσώπευσης” και του “αντιπροσώπου” του λαού ήταν, για τους Αθηναίους, εντελώς αδιανόητες και απαράδεκτες. Διότι πίστευαν ότι, από τη στιγμή που κάποιος αναθέτει, αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα, την εξουσία σε οποιουσ-δήποτε άλλους, έχει ήδη αλλοτριωθεί πολιτικά.

Το ίδιο αδιανόητη και απαράδεκτη ήταν και η αντιπροσώπευση ενός πολίτη, στην Εκκλησία του δήμου, από άλλον.

Όλες οι αρχές είναι κληρωτές, με εύλογη εξαίρεση ελάχιστες ειδικές αρχές (στρατηγοί, ταμίες) που είναι αιρετές αλλά και ανά πάσα στιγμή ανακλητές. Η κλήρωση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο, την πεμπτουσία της δημοκρατίας.

Χωρίς κλήρωση, δημοκρατία δεν νοείται.

Στον πολιτικό τομέα, αρμόδιοι δεν υπάρχουν. Η γνώμη όλων βαραίνει το ίδιο.

Και όλες οι αρχές είναι πολυπρόσωπες. Έτσι η πολιτική εξουσία διασπείρεται όχι μόνο στις διάφορες αρχές αλλά και στα πρόσωπα που υπηρετούν σε καθεμιά απ’ αυτές. Καμία αρχή, κανένας δημόσιος λειτουργός δεν μπορεί, εκμεταλλευόμενος την πρόσκαιρη συμμετοχή του στην κατανομή της εξουσίας, να συγκεντρώσει μεγάλη και, κυρίως, ανεξέλεγκτη δύναμη.

Τέλος, είναι υποχρεωτική η εναλλαγή των προσώπων στις διάφορες αρχές. Με εξαίρεση τους στρατηγούς (βλ. πιο κάτω), δεν επιτρεπόταν να υπηρετήσει εκ νέου ο ίδιος πολίτης στην ίδια αρχή, πριν περάσουν από την αρχή αυτή και όλοι οι άλλοι πολίτες. Κανένας πολίτης δεν μπορεί να παγιωθεί σε ένα δημόσιο λειτούργημα, ως “ειδικός” ή “επαγγελματίας”.

Το πλήθος των θεσμών αφ’ ενός και το πολυπρόσωπο και η ετήσια εναλλαγή των αρχών αφ’ ετέρου, επιτρέπουν τη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διακυβέρνηση της πολιτείας.

Αυτό συντελεί αποφασιστικά στην ανάπτυξη βαθύτατου αισθήματος πολιτικής ευθύνης στα άτομα. Ο δήμος, έχοντας όλες τις εξουσίες στα χέρια του, γίνεται ταυτόχρονα και υπεύθυνος για την πιστή τήρηση των νόμων. Αντιλαμβάνεται ότι έχει χρέος να διαφυλάσσει μόνος του την ελευθερία του και να πορεύεται προς το μέλλον με σύνεση και χωρίς ακρότητες, διατηρώντας πάντοτε άθικτα τα μέγιστα αγαθά της δημοκρατίας: την ισηγορία, την ισονομία, την ισοκρατία.
Ξενίζει, με την τρέχουσα αντίληψη των πραγμάτων, αυτή η παντοδυναμία του δήμου.

Πώς είναι δυνατόν οποιοιδήποτε πολίτες, χωρίς “τεχνοκρατικές” ή άλλες “περγαμηνές”, να ασκούν υψηλά δημόσια λειτουργήματα; Πώς είναι δυνατόν οι ίδιοι αυτοί πολίτες να επιλέγουν τον καλύτερο στρατηγό-πολιτικό, ή να αποτιμούν σωστά το έργο ενός κορυφαίου δημόσιου λειτουργού με τη “δοκιμασία”. Πώς είναι δυνατόν ο δήμος να ασκεί ανεξέλεγκτα όλες τις εξουσίες, χωρίς να φτάσει στην υπερβολή ή την αυθαιρεσία;

Αν μπορούσε να θέσει κανείς το πρώτο ερώτημα σε ένα Αθηναίο πολίτη, πιθανώτατα θα εισέπραττε μια ειρωνική αντερώτηση: πώς είναι δυνατόν σεις να απασχολείτε ένα διακεκριμένο πολίτη με τη διοίκηση ενός δημόσιου οργανισμού; εμείς θα αναθέταμε το έργο αυτό σε έναν επιδέξιο δούλο. Διότι πράγματι, στην αρχαία Αθήνα, η τρέχουσα διοίκηση των πραγμάτων είχε κατά μέγα μέρος ανατεθεί σε δούλους.

Στό δεύτερο ερώτημα, που διαρκώς επανέρχεται, η απάντηση όλων, ακόμη και του Πλάτωνα (κάθε άλλο παρά ένθερμου θιασώτη των δημοκρατικών διαδικασιών), είναι πάντοτε η ίδια: αρμόδιος να επιλέξει τον καλύτερο τεχνίτη και να αποτιμήσει το έργο του δεν είναι ένας άλλος ομότεχνός του αλλά αυτός που χρησιμοποιεί το προϊόν της εργασίας του. Και στην περίπτωση του πολιτικού λειτουργού, αυτός που χρησιμοποιεί τις πολιτικές ικανότητές του, δηλαδή ο λαός.

Στο τρίτο απαντά κατά χαρακτηριστικό τρόπο η ιστορία της “στρατηγίας” κατά την κλασική εποχή. Πράγματι, παρουσιάζεται τότε το φαινομενικά παράδοξο (θα εξηγηθεί πιο κάτω γιατί δεν είναι) η στρατηγία να διαθέτει τόση δύναμη, που όχι μόνο να φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση με τη δημοκρατική δομή της πολιτείας, αλλά και να περικλείει (για τη δική μας αντίληψη, που απορρέει από τη νεώτερη πολιτική ιστορία) κινδύνους για το πολίτευμα.

‘Όμως, κανένας άρχων δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί τη δύναμη, που του παραχωρεί ο δήμος. Για να επανεκλέγει, πρέπει ο τρόπος που διαχειρίστηκε το αξίωμά του να κριθεί επιτυχής, με τη “δοκιμασία” του απολογισμού. Και ένας ευφυής πολίτης, όπως πρέπει να είναι ο κάθε στρατηγός, αφού γνωρίζει τις απόψεις του δήμου, δεν θα σκεπτόταν ποτέ να κάνει κατάχρηση της εξουσίας του.

Αλλά κι αν το επιχειρούσε, ολόκληρος ο στρατός και το ναυτικό αποτελούν τόσο συνειδητά και υπεύθυνα μέλη της ολότητας, που ποτέ δεν θα δέχονταν να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε ενέργεια κατά της πολιτείας.

Η ιστορία του 5ου αιώνα δεν αναφέρει κανένα απολύτως περιστατικό όπου στρατηγός έκανε κατάχρηση της εξουσίας του, ή διανοήθηκε να επιχειρήσει να στραφεί εναντίον της πολιτείας, στηριζόμενος στη δύναμη που του είχε εμπιστευθεί ο δήμος.
efialtes


Η Εκκλησία τού δήμου.

Είναι το κυρίαρχο σώμα της δημοκρατίας (γενική συνέλευση των πολιτών, θα λέγαμε σήμερα) στο οποίο μετέχουν όλοι οι πολίτες που περιλαμβάνονται στον “έκκλησιαστικόν πίνακα” (από το 20ό έτος της ηλικίας τους και μετά, οπότε έχουν λήξει και οι διετείς στρατιωτικές τους υποχρεώσεις). Αποκλείονται μόνον όσοι έχουν κηρυχθεί “άτιμοι” (έχουν χάσει τα πολιτικά και αστικά τους δικαιώματα).

Έχει απεριόριστες δικαιοδοσίες. Μεταξύ αυτών:

• Ψηφίζει τους νέους νόμους, αφού της υποβληθεί προηγουμένως το σχετικό προβούλευμα (εισήγηση) από τη Βουλή των πεντακοσίων. Οι νόμοι όριζαν να μην συζητείται “μηδέν απροβούλευτον” ώστε να υπάρχει η ασφάλεια για το δήμο ότι η Βουλή έχει ήδη ελέγξει και κρίνει σε πρώτη φάση τα θέματα. Η Βουλή δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί να υποβάλει προβούλευμα για κάποιο ζήτημα, εάν δεν συμφωνούσε. Αναλύοντας πώς ακριβώς είχε ακριβώς κατά την κρίση της, το ζήτημα, άφηνε στο δήμο την τελική απόφαση με την τυπική φράση “ό,τι άν αυτώ δοκεί άριστον είναι”.
• Εκλέγει τους αιρετούς άρχοντες.
• Ασκεί τον έλεγχο της διοίκησης.
• Επιβάλλει την ποινή της εξορίας και της δήμευσης της περιουσίας.
• Εχει τον κύριο λογο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής:

– Αποφασίζει για τις συμμαχίες, τη σύναψη ειρήνης ή την κήρυξη πολέμου.
– Δέχεται τους πρέσβεις ή κήρυκες άλλων πόλεων, μετά την επίδοση των “διαπιστευτηρίων” τους στη βουλή, για να ακουστεί από το δήμο ο σκοπός της αποστολής τους.
– Εκλέγει τους πρέσβεις της αθηναϊκής πολιτείας και τους δίνει οδηγίες για τις ενέργειες που πρέπει να κάνουν, κατόπιν δέχεται τις αναφορές τους για τις πράξεις τους, όταν επιστρέφουν στην Αθήνα, και τους κρίνει ανάλογα.
• Έχει, επίσης, τον κύριο λόγο σε στρατιωτικά ζητήματα:
• Εκλέγει τους στρατηγούς και όλες τις άλλες πολεμικές αρχές.
• Σε πολεμικές περιόδους, αποφασίζει για τον αριθμό των επιστράτων πολιτών και βοηθητικών ανδρών (μετοίκων ή δούλων) στο πεζικό και τον στόλο.
• Υποδεικνύει τους στρατηγούς που θα έχουν την αρχηγία των δυνάμεων και τους δίνει οδηγίες για τις πολεμικές επιχειρήσεις, χαράσσοντας και τη γραμμή που θα τηρήσουν στον πόλεμο, έπειτα κρίνει τους στρατηγούς που είχαν ηττηθεί, ακόμη και τους νικητές που δεν είχαν τηρήσει τα “νόμιμα”.
• Ασκεί οικονομική πολιτική:
• Ψηφίζει νόμους για το νόμισμα, τα μέτρα και σταθμά, τα τελωνεία.
• Αποφασίζει για τις πολεμικές δαπάνες, καθώς και τις δαπάνες κατασκευής δημοσίων κτιρίων και αποστολής πρεσβειών.
• Αποφασίζει για θέματα της επίσημης θρησκείας (ίδρυση νέων ναών, εισαγωγή της λατρείας ξένων θεοτήτων, μισθός ιερέων και ιερειών, εισαγωγή νέου τελετουργικού στις επίσημες λατρείες).

Pnyx 2

Οι δέκα στρατηγοί – Οι λοιποί στρατιωτικοί άρχοντες.

Η στρατηγία προϋπέθετε, κατ’ αρχήν, ειδικές γνώσεις και πείρα στα πολεμικά. Για το λόγο αυτό εξαιρέθηκε από το γενικό κανόνα της κλήρωσης και ήταν ένα από τα ελάχιστα αιρετά αξιώματα. Και, με το περιεχόμενο που πήρε προοδευτικά, κατά την εξέλιξη της δημοκρατίας, προϋπέθετε επίσης πολιτικές και διπλωματικές ικανότητες. Έγινε, έτσι, τελικά το σπουδαιότερο και ουσιαστικότερο αξίωμα για την πορεία της πολιτείας.

Οι δέκα στρατηγοί εκλέγονται από την Εκκλησία του δήμου (και κατά το γενικό κανόνα, ένας από κάθε φυλή) για ετήσια, όπως και σε όλες τις άλλες αρχές, θητεία. Όμως, λόγω των ιδιαιτέρων ικανοτήτων που απαιτούσε η στρατηγία, δόθηκε η δυνατότητα επανεκλογής. Πρώτος ο Κίμων εκλεγόταν επί μία 15ετία στρατηγός, αργότερα και άλλοι για μικρότερο διάστημα, κυρίως όμως ο Περικλής ήταν αυτός που υπηρέτησε στο αξίωμα του στρατηγού επί μακρό χρόνο.

Επιδιωκόταν, ασφαλώς, οι στρατηγοί να διαθέτουν στρατιωτικές, πολιτικές και ηγετικές ικανότητες. Όμως, αυτό δεν αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση. Οι στρατηγοί του 5ου αιώνα δεν ήταν όλοι εξέχουσες προσωπικότητες.

Οι στρατηγοί είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Βουλής και να εισηγούνται θέματα, που συζητούσε το σώμα και κατάρτιζε προβουλεύματα για να τα υποβάλει στην Εκκλησία του δήμου. Γενικά, βρίσκονταν σε στενή επαφή με τη Βουλή και τις επιτροπές της, για θέματα που υπάγονταν στις αρμοδιότητές τους ή απαιτούσαν ειδικές γνώσεις.

Όλοι οι στρατηγοί είχαν την ίδια εξουσία. Κατά τη διάρκεια μιάς εκστρατείας, τα καθήκοντα καθενός προσδιορίζονταν με κλήρο και άλλαζε καθημερινά ο αρχιστράτηγος. Μόνο η Εκκλησία του δήμου είχε το δικαίωμα να αναθέσει σε ένα συγκεκριμένο στρατηγό το γενικό πρόσταγμα στις επιχειρήσεις μιάς εκστρατείας. Σε ορισμένες, μάλιστα. εξαιρετικές περιπτώσεις, ο δήμος χορηγούσε, εντελώς προσωρινά, ειδικά προνόμια σε έναν ή περισσότερους στρατηγούς, ονομαζοντάς τους “στρατηγούς αυτοκράτορας”. Αυτό συνέβαινε κυρίως σε μακρινές εκστρατείες, οπότε έπρεπε, εκ των πραγμάτων, οι στρατηγοί να έχουν τη δυνατότητα να ενεργούν με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς προσυνεννόηση με την Εκκλησία. Οπωσδήποτε, επιστρέφοντας από την εκστρατεία ή στο τέλος της θητείας τους, έδιναν λόγο των πράξεών τους, όπως και όλοι οι άλλοι άρχοντες.

Η Ηλιαία – Λοιπές δικαστικές αρχές

Η Δημοκρατία έχει συγκεκριμένη αντίληψη για το ποιο πρέπει να είναι το πολιτικό υποκείμενο: ο πολίτης οφείλει και μπορεί να μετέχει “κρίσεως και αρχής”. Ο Αριστοτέλης, από τον οποίο προέρχεται η φράση αυτή, προτάσσει την “κρίση”, δηλαδή τη συμμετοχή στη δικαστική εξουσία, της “αρχής”, δηλαδή της συμμετοχής στη διακυβέρνηση.

Η συμμετοχή του πολίτη στη δικαστική εξουσία διασφάλιζε και την αμεροληψία των νόμων. Αφού ένα τυχαίο δείγμα του λαού, που νομοθετεί ψηφίζοντας ένα νόμο, καλείται, υπό την ιδιότητα του δικαστή, και να τον εφαρμόσει, δεν υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι ένας δεδομένος νόμος ψηφίστηκε για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Και ασφαλώς, η σημερινή αντίληψη για επαγγελματίες δικαστές θα φαινόταν σε ένα αρχαίο Αθηναίο εξωφρενική.

Η Ηλιαία ήταν το κύριο δικαστήριο της πολιτείας, αποτελούμενο από 6.000 δικαστές (“ηλιασταί”), 600 από κάθε φυλή. Μέλος της μπορούσε να γίνει κάθε πολίτης που είχε συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας του και δεν εκκρεμούσε εναντίον του κατηγορία. Ειδικές γνώσεις δεν χρειάζονταν. Επειδή η δικαστική εργασία ήταν πολλή, αφού η δημοκρατική λειτουργία απαιτούσε να ελέγχονται συνεχώς οι πάντες από τους πάντες, προβλεπόταν δικαστικός μισθός, ώστε να μην αποκλείεται η συμμετοχή των πολιτών που δεν διέθεταν τα οικονομικά μέσα για να απασχολούνται ως δικαστές συνεχώς επί ένα χρόνο.

Από τους καταλόγους των δήμων και ανάλογα με τον πληθυσμό καθενός, οι Εννέα άρχοντες και ο γραμματεύς των θεσμοθετών κλήρωναν κάθε χρόνο 600 πολίτες από κάθε φυλή. Οι 6.000 πολίτες που κληρώνονταν, ορκίζονταν ότι θα ψηφίζουν κατά τους νόμους και τα ψηφίσματα της Εκκλησίας και της Βουλής ή κατά συνείδηση, όπου δεν υπήρχε νόμος, ότι δεν θα δωροδοκηθούν, ότι θα είναι αμερόληπτοι και ότι η ψήφος τους θα αφορά μόνο το περιεχόμενο της κατηγορίας.

Με νέα κλήρωση, η Ηλιαία χωριζόταν σε 10 τμήματα των 600 δικαστών, κατά τρόπο ώστε οι πολίτες των δέκα φυλών να αντιπροσωπεύονται εξ ίσου σε κάθε τμήμα. Πρόεδροι των τμημάτων ήταν άρχοντες (οι Εννέα άλλοι), που κληρώνονταν στην αρχή του χρόνου και είχαν παράλληλα ως έργο τη μελέτη της υπόθεσης, την προδικασία και την προανάκριση.

Η Ηλιαία συνεδρίαζε συνήθως κατά τμήματα των 600 και χρειαζόταν η παρουσία τουλάχιστον 501 μελών για να συνεδριάσει το τμήμα. Σε σοβαρότερες περιπτώσεις συνεδρίαζαν υποχρεωτικά δύο τμήματα μαζί (οικονομικές υποθέσεις κ.ά.) ή ακόμη και τέσσερα (εσχάτη προδοσία), εντελώς εκτάκτως όμως και σπανιότατα σε ολομέλεια (πιστεύεται ότι μια τέτοια περίπτωση θα ήταν η υπόθεση των Ερμοκοπιδών, που συντάραξε την πολιτεία).

Ειδικά σώματα δικαστών, όλα κληρωτά, ήταν επιφορτισμένα με τη μελέτη εξειδικευμένων υποθέσεων και υποβαλή πορίσματος στο δικαστήριο. Τέτοιοι ήταν οι πέντε “εισαγωγείς” (δίκες σχετικές με αιτήσεις άλλων πόλεων για έκπτωση του συμμα-χικού φόρου), οι “ναυτιδίκαι” (διαφορές μεγαλεμπόρων, εφοπλιστών και λιμενεργατών) και οι “πράκτορες”.

Μικροϋποθέσεις πολιτών δίκαζαν οι 30 “κατά δήμους δικασταί”, που περιόδευαν τους δήμους της Αττικής και δίκαζαν επί τόπου. Είχαν δικαίωμα να επιβάλλουν πρόστιμο ως δέκα δραχμές. Αν το το αδίκημα προϋπέθετε μεγαλύτερη ποινή, παρέπεμπαν την υπόθεση στους “διαιτητάς”. Αυτοί έπρεπε να έχουν υπερβεί το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους, οπότε και καταγράφονταν στον ειδικό κατάλογο των διαιτητών, που χωριζόταν σε δέκα τμήματα, ένα για κάθε φυλή. Ο διαιτητής είχε υποχρέωση να συμβιβάσει τους αντιδίκους αν όμως δεν το κατόρθωνε, ανέκρινε και δίκαζε ο ίδιος. Όταν ένας από τους διαδίκους δεν δεχόταν την απόφασή του, είχε δικαίωμα να κάνει έφεση στην Ηλιαία.

Γενικά κα για όλες τις αποφάσεις των δικαστηρίων, υπήρχε δικαίωμα έφεσης, ώστε να διασφαλίζεται το δίκαιο των πολιτών.

Σπουδαία αδικήματα (κατά της ασφαλείας της πολιτείας κ.ά.) δικάζονταν από τη Βουλή και την Εκκλησία, ενώ παραβάσεις της στρατιωτικής πειθαρχίας δικάζονταν από στρατοδικεία, στα οποία προέδρευαν οι στρατηγοί.
210px-Heliaia_at_the_Ancient_Agora_of_Athens

Η κοινωνική πολιτική της Δημοκρατίας

Δεν υπάρχει καμία υπερβολή αν λεχθεί ότι η “Αθηναίων Πολιτεία” ήταν, όχι μόνο το μοναδικό δημοκρατικό πολίτευμα σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας μέχρι και σήμερα, αλλά ταυτόχρονα και το μοναδικό “σοσιαλιστικό”.

Βασική υποχρέωση της πολιτείας ήταν η εξασφάλιση της ελευθερίας και της ζωής των πολιτών. Μέλημά της όχι μόνο η προστασία των πολιτών απο εξωτερικό εχθρό αλλά και εξασφάλιση της ατομικής ελευθερίας και της ισότητας όλων, καθώς και η κάλυψη των καθημερινών αναγκών των πολιτών.

Με σειρά μέτρων, αντιμετώπισε το πρόβλημα της άνισης κατανομής των αγαθών, ώστε να είναι σε θέση όλοι οι πολίτες να υπηρετούν την πολιτεία, να απολαμβάνουν ήρεμοι τη ζωή τους και να έχουν εξασφαλισμένη εργασία.

Βασική υποχρέωση της πολιτείας ήταν η εξασφάλιση της ελευθερίας και της ζωής των πολιτών. Μέλημά της όχι μόνο η προστασία των πολιτών απο εξωτερικό εχθρό αλλά και εξασφάλιση της ατομικής ελευθερίας και της ισότητας όλων, καθώς και η κάλυψη των καθημερινών αναγκών των πολιτών.

Με σειρά μέτρων, αντιμετώπισε το πρόβλημα της άνισης κατανομής των αγαθών, ώστε να είναι σε θέση όλοι οι πολίτες να υπηρετούν την πολιτεία, να απολαμβάνουν ήρεμοι τη ζωή τους και να έχουν εξασφαλισμένη εργασία.

Η πρόνοια για τις ασθενέστερες τάξεις απασχόλησε όλους τους δημοκρατικούς ηγέτες της Αθήνας. Ήταν τόσο σπουδαία η συμβολή των πολιτών στους εθνικούς πολέμους και τις επιχειρήσεις της συμμαχίας, ώστε έπρεπε να μην υπάρχει οποιαδήποτε αντίδραση ή παράπονο απ’ αυτούς. Με τη διανομή λαφύρων και εγκατάσταση πολιτών ως κληρούχων, οι πιο φτωχοί εξασφάλιζαν πόρους ζωής ενώ η επέκταση της μισθοφοράς έδωσε ένα βασικό έσοδο στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αφού η πολιτεία ζητούσε από τους πολίτες να συμμετέχουν στην Εκκλησία, τη Βουλή και τα δικαστήρια, ήταν φυσικό και αναγκαίο η συντήρηση όλων αυτών των πολιτών να αφορά την πολιτεία. Και όταν έκλεισαν τα πολεμικά μέτωπα και δημιουργήθηκε πρόβλημα απασχόλησης για τον άνεργο πληθυσμό, αυξήθηκαν οι κληρουχίες, απορροφώντας μεγάλο αριθμό ακτημόνων, ενώ τα μεγάλα έργα κοινής ωφελείας, όπως και τα έργα της Ακρόπολης, απορρόφησαν αμέτρητο πλήθος άλλων κατοίκων.

Όλες αυτές οι προσπάθειες για τη διατήρηση της ισορροπίας της δημοκρατικής κοινωνίας, συμπληρώθηκαν και με παράλληλη οργάνωση της δημόσιας πρόνοιας και περίθαλψης. Οι μακροχρόνιοι πόλεμοι είχαν στερήσει πολλές οικογένειες από τους φυσικούς προστάτες τους. Η πολιτεία ήταν υποχρεωμένη να συντηρεί τους γονείς, τα παιδιά και τους ανήλικους αδελφούς των υπέρ πατρίδος πεσόντων. Ειδικά για τα ορφανά παιδιά η μέριμνα ήταν μεγάλη. Ο άρχων τα κηδεμόνευε και η πολιτεία κάλυπτε τις βιοτικές ανάγκες και την εκπαίδευσή τους, ώσπου να ε-νηλικιωθούν. Φρόντιζε ιδιαίτερα τους ανάπηρους πολέμου και τα άλλα άτομα με ει-δικές ανάγκες (“αδυνάτους”), αφού πρώτα εξέταζε το βαθμό αναπηρίας και την οι-κονομική τους κατάσταση. Αν δεν ήταν σε θέση να εργασθούν και το εισόδημά το-υς ήταν λιγότερο απο τρείς “μνας”, έπαιρναν απο το δημόσιο ταμείο εναν οβολό την ημέρα. Σε εξαιρετικές πολεμικές περιστάσεις (όπως π.χ. όταν υποχρεώθηκαν οι Αθηναίοι να εκκενώσουν την πόλη) δίνονταν έκτακτα βοηθήματα. Η πολιτεία αν-έλαβε ως ένα μεγάλο βαθμό τον επισιτισμό των κατοίκων όταν, με την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, ο αργοτικός πληθυσμός της Αττικής υποχρεώθηκε να συ-γκεντρωθεί μέσα στην πόλη. Σε περίπτωση σιτοδείας επίσης, η πολιτεία εξασφά-λιζε τη διατροφή των Αθηναίων.

Όλα τα μέτρα της δημοκρατικής πολιτείας κατέτειναν στην εξασφάλιση της κοι-νωνικής γαλήνης και της προστασίας των πολιτών, την παροχή εργασίας σε όλους και την πνευματική ανάπτυξή τους με τη διοργάνωση δραματικών και μουσικών αγώνων. Ο δικαστικός, ο στρατιωτικός, ο βουλευτικός και ο εκκλησιαστικός μισθός έδιναν τη δυνατότητα διαβίωσης στους πολίτες που προσέφεραν υπηρεσίες στην πολιτεία. Και εξασφάλιζαν τη δυνατότητα συμμετοχής όλων των πολιτών στα κοινά. Όμως, η ημερήσια αποζημίωση δεν ήταν ποτέ και για κανέναν υψηλή. Διότι πρόθεση της πολιτείας δεν ήταν να δίνει άφθονες -και στείρες- παροχές, αλλά να ωφελεί τους πολίτες υπό τον όρον ότι θα ωφελεί, πριν από όλα, τα συμφέροντα της πολιτείας.

Δίνοντας στις λαϊκές τάξεις τη δυνατότητα να ικανοποιούν τις υλικές τους ανάγκες, η πολιτεία εξασφάλιζε την εσωτερική γαλήνη. Κι αυτό υπήρξε μια υπηρεσία ανεκτίμητη για τη δημοκρατία. Διότι δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει στηριζόμενη στην (τόσο γνωστή σε εμάς και τόσο άγνωστη στην αρχαία Αθήνα) αστυνόμευση και καταστολή αλλά στη συνεχή φροντίδα για τη διατήρηση των αναγκαίων λεπτών κοινωνικών ισορροπιών.

Ιδιότυποι θεσμοί

Οι βασικοί θεσμοί της Δημοκρατίας, όπως αναφέρθηκαν προηγουμένως, συμπληρώνονταν με ένα πλέγμα άλλων, ειδικών θεσμών, οι οποίοι όχι μόνο στήριζαν τους υπόλοιπους θεσμούς και εξασφάλιζαν την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος αλλά και έδιναν την αναγκαία διέξοδο εκτόνωσης σε ειδικές περιπτώσεις, ώστε να αποφεύγονται εκρηκτικές, καταστάσεις. Σπουδαιότεροι από τους θεσμούς αυτούς ήταν οι ακόλουθοι.

Ο “οστρακισμός”. Ηταν μέτρο προστασίας της πολιτείας από κάθε απόπειρα επιβολής τυραννίας. Κάθε χρόνο, στην έκτη πρυτανεία και με την προϋπόθεση απαρτίας (τουλάχιστον 6.000 παρόντες), η Εκκλησία του δήμου αποφάσιζε αν έπρεπε να εφαρμοστεί ο νόμος του ”οστρακισμού”. Αν η απόφαση ήταν καταφατική γινόταν η ”οστρακοφορία”. Κάθε πολίτης έγραφε επάνω σε ”όστρακο” (θραύσμα αγγείου) το όνομα του πολιτικού του οποίου η απομάκρυνση από την πόλη ήταν κατά τη γνώμη του απαραίτητη για τη σωτηρία της πολιτείας. Ο ”οστρακιζόμενος” έπρεπε μέσα σε δέκα ημέρες να εγκαταλείψει την πόλη και να παραμείνει στην εξορία επί μία δεκαετία. Διατηρούσε όμως τα πολιτικά του δικαιώματα και μπορούσε να διαθέσει την περιουσία του όπως επίσης και να εγκατασταθεί όπου ήθελε. Ο οστρακισμός ήταν προληπτικό μέτρο και όχι ποινή αφου ο οστρακιζόμενος δεν είχε κατηγορηθεί για έγκλημα κατά της πολιτείας αλλά είχε μόνο θεωρηθεί ύποπτος στο δήμο. Και είχε, για τα μέτρα της εποχής του, ανθρωπιστικό χαρακτήρα, αφού δεν συνεπαγόταν την “ατιμία” (στέρηση πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων). Έπειτα, ήταν αδύνατον να στραφεί κατά μεγάλου αριθμού Αθηναίων, εφ’ όσον μόνον ένας πολίτης ήταν δυνατόν να οσ-τρακιστεί κάθε χρόνο. Και αφού διαρκούσε δέκα χρόνια, ο μεγαλύτερος αριθμός οστρακισμένων δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει τους δέκα.

Η “γραφή παρανόμων”

Πρόκειται για αγωγή ή καταγγελία, με αστικές αλλά και ποινικές ευθύνες, που κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να εγείρει, εντός προθεσμίας ενός έτους απο την έκδοσή τους, κατά διοικητικών πράξεων, προβουλευμάτων της Βουλής ή ακόμη και νόμων-ψηφισμάτων, τόσο για ουσιαστικούς όσο και τυπικούς (δικονομικούς) λόγους. Στην περίπτωση των νόμων, ένας ουσιαστικός λόγος ήταν αν το περιεχόμενό τους βρισκόταν σε αντίθεση με προηγούμενο νόμο, που δεν είχε καταργηθεί. Και η αναζήτηση της ευθύνης έφτανε μέχρι τον εισηγητή του νόμου ή προ-βουλεύματος, που ακριβώς για το λόγο αυτό αναφερόταν πάντοτε στα σχετικά κεί-μενα (“ό τάδε είπεν” – βλ. Εκκλησία του δήμου).

Η υποβολή της “γραφής παρανόμων” είχε άμεση συνέπεια την αναστολή εφαρμογής των προσβαλλομένων πράξεων, νόμων κ.τ.λ., ώσπου να αποφασίσει ένα λαϊκό δικα-στήριο 1.000 τουλάχιστον μελών. Ήταν όπως αποδείχθηκε και στην πράξη, ένας πο-λύ σημαντικός θεσμός, σπουδαίος φρουρός του πολιτεύματος, φόβος για κάθε βέβηλο, επίορκο η πονηρό που θα επιχειρούσε, εκμεταλλευόμενος τις ελευθερίες που με τόση γενναιοδωρία προσέφερε η δημοκρατία να επιτύχει αποφάσεις αντίθετες προς το συμφέρον του δήμου.

Αν επειχειρούσε κανείς να μεταφέρει την “γραφή παρανόμων” στα σημερινά δεδομένα, παραλληλίζοντάς την με το θεσμό του Συμβουλίου Επικρατείας ή του Συνταγματικού Δικαστηρίου και των δημοψηφισμάτων λαϊκής πρωτοβουλίας άλλων χωρών, η σύγκριση θα προκαλούσε βαθιά θλίψη. Όχι απλώς και μόνο διότι η κυβερνητική εξουσία στην Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αγνοεί, ατιμωρητί, ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας, αλλά κυρίως διότι ούτε στην Ελλάδα ούτε και σε άλλες χώρες προβλέπεται δικαστικός έλεγχος και τιμωρία όσων εισηγήθηκαν ένα νόμο ή εξέδωσαν μια διοικητική πράξη, όταν ο νόμος αυτός ή η πράξη ακυρωθούν από τα θεσμοθετημένα ελεγκτικα σώματα.

Όσο για τα δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας που γίνονται σήμερα σε άλλες χώρες (προφανώς ωριμότερες από την Ελλάδα) αυτά διενεργούνται μόνον όταν τα ζητήσουν πολλές δεκάδες η εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών και κρίνονται με καθολική ψηφοφορία. Ενώ τα “δημοψηφίσματα” (ας τα ονομάσουμε έτσι) της “γραφής παρανόμων” της αθηναϊκής δημοκρατίας προκαλούνται από ένα μόνο πολίτη, κρίνονται από 1.000 μόνο πολίτες-δικαστές και, το σημαντικότερο, μπορούν να επισύρουν το δικαστικό έλεγχο και τιμωρία των εισηγητών των νόμων ή εκδοτών των διοικητικών πράξεων που θα ακυρωθούν.

πηγή

Διαβάστε επίσης:
ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

athinaikidimokratia