Τι σημαίνει ο όρος προδοσία;

Με τον όρο προδοσία, εκ του ρήματος προδίδω, χαρακτηρίζεται γενικότερα η οποιαδήποτε αθέτηση υποχρεώσεων έναντι διαπιστευμένων μέσα σε μια σχέση κοινωνική, μεταξύ ατόμων, ή οργανώσεων, ή μεταξύ και αυτών τούτων, ατόμων και οργανώσεων, ή ακόμα και σε διεθνείς σχέσεις, μεταξύ κυβερνήσεων συμμάχων χωρών, π.χ. προδοσία φίλων, εραστών, συνεταίρων, σωματείων, συμβαλλομένων εταιρειών, ή μελών ή υπαλλήλων μετ΄ αυτών κ.λ.π..

Στην νομική επιστήμη, προδοσία είναι το ατομικό έγκλημα της μη αφοσίωσης στο έθνος ή στην πολιτεία. Ένα πρόσωπο που προδίδει το έθνος ή την υπηκοότητά του ή/και καταπατά έναν όρκο αφοσίωσης, και με οποιονδήποτε ηθελημένο τρόπο συνεργάζεται με τον εχθρό, θεωρείται ότι είναι προδότης.

Βαρύτερες, κατ΄ έννοια σπουδαιότητας, περιπτώσεις προδοσίας, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία είναι αυτές που στρέφονται κατά της χώρας, ή κατά του ανωτάτου άρχοντα και του πολιτεύματος της χώρας που λαμβάνει και την ιδιαίτερη ονομασία «εσχάτη προδοσία», αμφότερες είναι και οι μόνες των περιπτώσεων, ποινικά κολάσιμες.»

Εμείς προσθέτουμε ένα σχόλιο, ότι, δηλαδή, στους παραπάνω ορισμούς λείπει η έννοια του ψεύδους, η αναγκαία για κάθε περίπτωση προδοσίας. Ότι δηλαδή ο προδότης, ισχυρίζεται ότι ανήκει και υπηρετεί το συμφέρον, του ατόμου ή μιας ομάδας ή της πατρίδας. Ακόμα και αν δεν το λέει θεωρείται αυτονόητο από την ομάδα ή το άτομο ότι είναι φίλος ή οικείος με την εν λόγω ομάδα ή άτομο. Εκείνος όμως—εν κρυπτώ και αυτό είναι το ψεύδος—συγχρόνως ενεργεί αντίθετα με αυτό που διατείνεται και υπηρετεί τα συμφέροντα των αντιπάλων ή εχθρών και εις βάρος του οφέλους αυτών τους οποίους ισχυρίζεται ότι υπηρετεί με καταστροφικό αποτέλεσμα για αυτούς στους οποίους υποτίθεται ότι ανήκει.. Η προδοτική ενέργεια επικαλύπτεται από κάποιο ψεύδος ή από ένα δίκτυο ψευδών. Σκοπός του ψεύδους είναι το να μη γνωρίζει η προδιδόμενη ομάδα ότι ο αντίπαλος ή εχθρός γνωρίζει αυτό ή εκείνο το κρίσιμο σημείο της οργάνωσης ή της άμυνάς της.

Η πράξη της προδοσίας κινείται σε δύο επίπεδα. Το ένα είναι το βαθύτερο, το ψυχολογικό το ασυνείδητο. Το άλλο είναι το εν συνειδήσει και επιγνώσει.

Το πρώτο προτείνουμε να το ερευνήσουμε στο τέλος αυτής της σειράς, γιατί θα έχουμε πολύ περισσότερα στοιχεία. Εδώ θα μπορούσανε να αναφέρουμε επιγραμματικά δύο από την αρχή διαφαινόμενες ιδέες. Η μία είναι εκείνη ενός υποκείμενου άκρατου μίσους εναντίον αυτού που είναι το ‘ίδιον’, δηλαδή , η πατρίδα, η οικογένεια, η ομάδα ή ο άνθρωπος με τον οποίο είχε μια σχέση ο προδότης. Στην τελευταία ανάλυση το ‘ίδιον’ πρέπει να είναι και ο εαυτός. Η δεύτερη ιδέα αφορά στην κλιμάκωση των αξιών και του ιδεώδους του εγώ. Αν τα χρήματα ή η εξουσία είναι για κάποιον οι υπέρτατες αξίες, τότε αν πρόκειται να ικανοποιηθεί η επιθυμία του για τα χρήματα ή την εξουσία, ο άνθρωπος αυτός μπορεί να προδώσει την πατρίδα του ή κάτι άλλο. Αν αυτά τα δύο συνυπάρχουν, τότε ο συνδυασμός αυτός ‘βοηθά’ τον προδότη, γιατί η καταστροφή του ‘ιδίου’, δηλαδή, αυτού που είναι η προσωπική αναφορά του, η πατρίδα, η οικογένειά του, οι σχέσεις του και η προσωπική του εμπειρία, αντικαθίστανται από την εξουσία και τα χρήματα τα οποία καταλαμβάνουν τον κενό χώρο αυτών που πριν υπήρχαν και τώρα έχουν καταστραφεί. Έτσι λοιπόν τα χρήματα και η εξουσία γίνονται, μέσα στον αναπαραστασιακό και συναισθηματικό του χώρο, η καινούργια πατρίδα, οικογένεια, ανθρώπινες σχέσεις και προσωπικές εμπειρίες. Αυτό επιτείνεται και κατακλύζει τη ψυχή του προδότη, όχι μόνο γιατί αυτό που ήταν πριν έχει ήδη οριστικά καταστραφεί, αλλά και γιατί «την προδοσίαν πολλοί ηγάπησαν, τον προδότην όμως ουδείς»’.

Στη σειρά λοιπόν αυτή, επειδή το θέμα είναι ιδιαίτερα δύσκολο, θα παραθέσουμε κάποια κείμενα ή θα αναφερθούμε σε κάποια γεγονότα από την ιστορία και από το παρόν, θέτοντας δίπλα το ερώτημα: «Αυτό είναι προδοσία;»

Σήμερα θα αναφέρουμε ένα κείμενο από τη ‘Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια’ και από το λήμμα ‘Προδοσία’. Αναφέρεται στην αρχαία Αθήνα1.

«Εν ταις αρχαίαις Αθήναις η προδοσία ήτο έγκλημα πολιτικόν, ούτω δ’ εχαρακτηρίζετο και η εξαπάτησις του δήμου δια ψευδών ειδήσεων, συμβουλών υποσχέσεων∙ η παράβασις ειδικού ψηφίσματος∙ η αθέτησις του εφηβικού όρκου∙ πάσα αποδεδειγμένη μισοδημία2∙ η πρότασις νόμων αντικειμένων προς το πολίτευμα, διό και οι προτείνοντες ούτω χαρακτηριζομένους νόμους εσήγοντο εις δίκην επί αποπείρα καταλύσεως της πολιτείας.

Η περί της προδοσίας αυθαίρετος ερμηνεία των δικαστών εδημιούργησεν εν ταις αρχαίαις Αθήναις μεγίστην ευκολίαν προς εμφάνισιν τοιούτων ευκολιών υπό των πολιτικών και των ρητόρων, ιδία δ’ εν καιροίς εξάψεως των πολιτικών αντιγνωμιών και παθών, ότε εισήγοντο εις δίκην και οι άριστοι των πολιτών επί προδοσία, ήτις συνέκειτο είς απλήν έκφρασιν πολιτικής γνώμης αντιθέτου προς την του κρατούντος. Ο επί προδοσία κατηγορούμενος εισήγετο εις δίκην ή δια της λεγομένης εισαγγελίας, δηλαδή, της καταμηνύσεως εις τον δήμον, όστις ούτως ανελάμβανε την δίκην ως κατήγορος ή δια ‘γραφής’, δηλαδή, εγγράφου κατηγορίας προς τους θεσμοθέτας, αρχαιότερον δε προς τον εκ των αρχόντων ονομαζόμενον ‘βασιλέα’, μη τηρουμένων συχνότατα των υπό των νόμων καθοριζομένων σχετικών δικονομικών τύπων, τους οποίοος ουδένα λόγον είχε να σεβασθεί ουδ’ αυτός ο Αρειος Πάγος, εάν ποτέ κατείχε προδότην, ως συνέβη κατά του Αντιφώντος, του πειραθέντος, μεθ’ υπόσχεσιν προς Φίλιππον Β΄ της Μακεδονίας, να πυρπολήσει τα νεώρια3 των Αθηνών.

Η εκκλησία του δήμου εν Αθήναις ηδύνατο να ψηφίσει εκτάκτους διατάξειςκαι κατά παντός υπόπτου δια προδοσίαν, άμα δε και να ελαττώσει την θανατικήν ποινήν προδότου, ο δε λαός και έκαστος πολίτης εδικαιούτο να θανατώσει αποινεί4, οιονδήποτε χαρακτηριζόμενον προδότην. Το τίμημα, δηλαδή η ποινή του προδότου δεν ήταν μόνο ο θάνατος, αλλά και η δήμευσις της περιουσίας του, η κατεδέφισις της οικοίας του, η αμετάκλητος απαγόρευσις της ταφής του εν τη Αττική, η στηλίτευσις του ονόματός του εσαεί, κληροτουμένης της ατιμίας και εις τους απογόνους του. Αν τις, νεκρός πλέον, απεδεικνύετο μετά τον θάνατόν του ότι υπήρξεν εν τη ζωή του προδότης, εισήγετο εις δίκην, μετά την έκδοσιν δε της αποφάσεως ανωρύσσετο ο τάφος του, τα δε οστά του ερρίπτοντο εκτός των ορίων της χώρας. Αν τις είχε φονεύσει τον τοιούτον προδότην, απηλάσσετο της κατηγορίας, της καταδίκης, της φυλακίσεως, ανεγνωρίζετο δε και πολίτης των Αθηνών εάν δεν ήτο. Αν τις είχεν υποστηρίξει επί δικαστηρίου τον ούτως αποδεικνυόμενον προδότην, κατεδικάζετο νυν εις θάνατον…».5

Οι ποινές αυτές φτάνουν σε ακραία όρια. Μας θυμίζουν την ποινή που επέβαλε ο Κρέων, ο βασιλιάς της Θήβας, στον Πολυνείκη, το γιο του Οιδίποδα και αδελφό του Ετεοκλή, ο οποίος σφετερίστηκε το θρόνο της Θήβας. Ο Πολυνείκης οργάνωσε την επίθεση των ‘Επτά επί Θήβαις’, για να διώξει τον αδελφό του από το θρόνο και να γίνει αυτός βασιλιάς. Η ποινή της μοίρας ή του μη ανθρώπινου νόμου ήταν να σκοτωθούν και οι δύο από τα χέρι του αδελφού τους. Η ποινή της εξουσίας, δηλασή του Κρέοντα, ήταν να μείνει άταφος ο Πολυνείκης και το σώμα του να γίνει βορά των ορνέων, ενώ ο Ετεοκλής ετάφη με τιμές ήρωος.. Η Αντιγόνη θεωρεί αυτή την ποινή βλάσφημη, γιατί προσβάλλει του νόμους των θεών και σ’ αυτό συμφωνεί και ο Σοφοκλής. Εδώ η συγκεκριμένη ποινή δεν ανήκε σε κάποιο νόμο αλλά ήταν απόφαση του Κρέοντα, ο οποίος θεώρησε τον Πολυνείκη προδότη. Πιθανόν κάποιες ακραίες ποινές, που αναφέρονται παραπάνω να ήταν επίσης αποφάσεις κάποιων συγκεκριμένων αρχόντων.

Ωστόσο η καταγραφή αυτή καταδεικνύει την τεράστια βαρύτητα που είχε για τους αρχαίους η προδοσία αλλά και το εύρος που είχε αυτή η έννοια. Πχ. η τελευταία φράση του παραπάνω κειμένου είναι καταλυτική. Εννοούμε τη φράση: «. Αν τις είχεν υποστηρίξει επί δικαστηρίου τον ούτως αποδεικνυόμενον προδότην, κατεδικάζετο νυν εις θάνατον».

Οι αρχαίοι Έλληνες λοιπόν γνώριζαν καλά τι σημαίνει η λέξη προδοσία.
——————

¹Για λόγους αντικειμενικότητας αφήσαμε το κείμενο σ’ αυτήν την σκληρή καθαρεύουσα, όπως είναι γραμμένο.
²Μίσος εναντίον της κοινότητας.
³Ναυπηγεία.
4 Χωρίς τιμωρία.
5 Ν. ΛΙΒΑΔΑΣ, ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ, «ΦΟΙΝΙΞ», Εκδ. Δρανδάκη, τομ. Κ, σελ.711.

Πηγή

article120_4

prodosia

 

Δείτε επίσης:✦ Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΑ (ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ) ΜΝΗΜΟΝΙΑ