ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ – ΠΟΛΙΤΙΚΑ Ενότητα 16η (Γ 1, 3-4/ 6/ 12)

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ο πολίτης δεν είναι πολίτης με κριτήριο το ότι είναι εγκατεστημένος σε έναν συγκεκριμένο τόπο (γιατί και μέτοικοι και δούλοι μοιράζονται (με τους πολίτες) έναν κοινό τόπο), ούτε (είναι πολίτες) αυτοί που (από όλα τα πολιτικά δικαιώματα) έχουν μόνο το δικαίωμα να εμφανίζονται στο δικαστήριο και ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες (γιατί το δικαίωμα αυτό το έχουν και όσοι μοιράζονται (έναν τόπο) χάρη σε ειδικές συμφωνίες)· … Με την ακριβέστερη σημασία της λέξης με τίποτε άλλο δεν ορίζεται τόσο ο πολίτης παρά με τη συμμετοχή του στις δικαστικές λειτουργίες και στα αξιώματα. …
Τι είναι λοιπόν ο πολίτης, από αυτά γίνεται φανερό· σε όποιον δηλαδή υπάρχει η δυνατότητα να μετέχει στην πολιτική και δικαστική εξουσία λέμε ότι είναι πια πολίτης της συγκεκριμένης πόλης και πόλη από την άλλη είναι, για να το πούμε γενικά, το σύνολο από τέτοια άτομα, που είναι αρκετό για την εξασφάλιση της αυτάρκειας στη ζωή τους.
***
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
οἰκεῖν, μέτοικοι, οἰκήσεως < οἰκέω -ῶ < οἶκος < Fοικ-ος: αποικία, αποικισμός, αποικιστικός, διοίκηση, διοικητής, ενοίκιο, ένοικος, ιδιοκατοίκηση, κατοικία, κάτοικος, μετοικεσία, μετοίκηση, μέτοικος, μονοκατοικία, οίκημα, οίκηση, οικήτωρ, οικία, οικισμός, οικιστικός, οικογένεια, οικοδεσπότης, οικοδόμος, οικολογία οικολόγος, οικονομία, οικονόμος, οικόπεδο, οίκος, οικόσημο, οικόσιτος, οικοσκευή, οικοσύστημα, οικότροφος, οικουμένη, παροικία, πάροικος, περίοικος, πολυκατοικία, συγκατοίκηση, συγκάτοικος, συνένοικος, συνοικία.
.
δοῦλοι < δοῦλος (ὁ) ( δόσ- υλος· με αποβολή το σ > δό-υλος· με συναίρεση > δοῦλος): αδούλευτος, αδούλωτος, δουλειά, δουλεία, δουλεμπορία, δουλεμπόριο, δουλέμπορος, δουλευτής, δουλικός, δουλικότητα, δουλοκτήμονας, δουλοκτητικός, δουλοπαροικία, δουλοπάροικος, δουλοπρέπεια, δουλοπρεπής, δουλοφροσύνη, εθελοδουλία, εκδούλευση, υπόδουλος, υποδούλωση.
.
κοινωνοῦσι, κοινωνεῖν < κοινωνέω -ῶ < κοινωνὸς < κοινός (θ. κοινωνέσ- + κατάληξη –ω· με αποβολή του σ και συναίρεση > κοινωνέω > κοινωνῶ): ακοινώνητος, αξιοκοινώνητος, επικοινωνία, κοινό (το), κοινόβιο, κοινοβούλιο, κοινοκτημοσύνη, κοινοποίηση, κοινοπολιτεία, κοινοπραξία, κοινότητα, κοινοτικός, κοινοτοπία, κοινόχρηστος, κοινώνημα, κοινωνία, κοινωνικός, κοινωνικότητα, κοινωνιολογία, κοινωνιολόγος, κοινωνός, κοινωφελής, συγκοινωνία, συγκοινωνιολόγος.
.
δικαίων, δίκην, δικάζεσθαι < δίκη < δίκαιος (= αυτός που ευλαβείται τα νόμιμα, τα καθιερωμένα): αδικαίωτος αδίκαστος, αδικία, άδικος, αντιδικία, αντίδικος, διαδικασία, διάδικος, διεκδίκηση, διεκδικητικός, δικαιικός, δίκαιο (το), δικαιοδοσία, δικαιολογία, δίκαιος, δικαιοσύνη, δικαίωμα, δικαιωματικός, δικαίωση, δικανικός, δικάσιμος, δικαστήριο, δικαστής, δικαστικός, δίκη, δικηγορία, δικηγορικός, δικηγόρος, δικογραφία, δικόγραφο, δικολάβος, δικονομία, εκδίκαση, εκδίκηση, εκδικητικός, καταδίκη, κατάδικος, στρεψοδικία, στρεψόδικος, συνδικαλιστής, τελεσίδικος, υπόδικος, φιλοδικία, φιλόδικος, φυγοδικία, φυγόδικος, χειροδικία.
.
μετέχοντες, ὑπέχειν < ἔχω (θ. σεχ-, ἑχ-, σχ-, σχε-> σχη-): ακάθεκτος, αλληλουχία, αμέτοχος, ανακωχή, ανεκτικός, ανέχεια, ανοχή, αποχή, άσχετος, δικαιούχος, διπλωματούχος, ενοχικός, ένοχος, έξη, εξής, εξοχή, εποχή, εσοχή, ευεξία, ευωχία, εφεκτικός, εχεμύθεια, εχέμυθος, ζαχαρούχος, ηνίοχος, κατοχή, καχεκτικός, καχεξία, κληρουχία, κληρούχος, μέθεξη, μειονέκτημα, μειονεκτικός, μειονεξία, μετοχή, μετοχικός, μέτοχος, οχυρός, οχύρωση, παροχή, πάροχος, περιέκτης, περιεκτικός, περιοχή, πλεονέκτημα, πλεονεκτικός, πλεονεξία, προεξοχή, προνομιούχος, προσεκτικός, πτυχιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, σοκολατούχος, συμβασιούχος, συνέχεια, συνοχή, συνταξιούχος, σχεδία, σχεδιαστήριο, σχεδιαστής, σχέδιο, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχηματικός, σχολαστικός, σχολείο, σχολή, τροπαιούχος.
.

ὑπάρχει < ὑπὸ + ἄρχω:
αναρχία, αναρχικός, ανύπαρκτος, ανυπαρξία, απαρχή, αρχαϊκός, αρχαίος, αρχαιότητα, αρχάριος, αρχέγονος, αρχείο, αρχέτυπος, αρχή, αρχηγείο, αρχηγία, αρχηγός, αρχίατρος, αρχικός, αρχιμάγειρας, αρχιτέκτονας, αρχομανής, αρχομανία, αρχονταρίκι, άρχοντας, αρχοντικός, αυθύπαρκτος, αυθυπαρξία, γυμνασιάρχης, δασαρχείο, δασάρχης, δυαρχία, εναρκτήριος, έναρξη, επαρχία, έπαρχος, εργοστασιάρχης, ίππαρχος, ληξίαρχος, λήσταρχος, λυκειάρχης, μεραρχία, μοίραρχος, ναύαρχος, νομάρχης, πατριαρχείο, πατριάρχης, πειθαρχία, πλοίαρχος, σταθμάρχης, στρατάρχης, συνύπαρξη, ταξιαρχία, ταξίαρχος, υπαρκτικός, υπαρκτός, ύπαρξη, υπαρχηγός, ύπαρχος, φεουδαρχία, φεουδαρχικός.
.
συμβόλων < σὺν + βάλλω: αδιάβλητος, αμφιβολία, αναβλητικός, αναβολή, ανυπέρβλητος, απόβλητος, απρόσβλητος, βαλβίδα, βαλλιστικός, βαλτός, βεληνεκές, βελόνα, βέλος, βλήμα, βολή, βολίδα, βόλος, διαβλητός, διαβολή, έμβλημα, έμβολο, επιβλητικός, ευμετάβολος, καταβολή, κεραυνοβόλος, λιθοβολισμός, παράβολο, περιβάλλον, πρόβλημα, προβολή, προσβλητικός, προσβολή, πυροβολισμός, συμβολή, σύμβολο, σφαιροβολία, υπερβολή, υποβλητικός.

ἁπλῶς < ἁπλοῦς:
απλά, απλογραφία, απλοέπεια, απλοϊκός, απλοϊκότητα, απλοποίηση, απλός, απλούστευση, απλουστευτικός, απλώς (= μόνο).

ὁρίζεται < ὁρίζομαι
( ὅρος· θ. ὁρίδ- + πρόσφυμα –j + κατάληξη –ω > ὁρίζω): αδιόριστος, ακαθόριστος, αοριστία, αοριστολογία, αοριστολογικός, αόριστος, αφορισμός, αφοριστικός, διορισμός, εξορία, εξόριστος, καθορισμένος, καθοριστικός, μεθόριος, οριακός, ορίζοντας, οριζόντιος, οριζοντίωση, όριο, οριοθέτηση, ορισμός, οριστική, οριστικοποιημένος, οριστικός, παραμεθόριος, περιορισμός, περιοριστικός, προκαθορισμός, προορισμός, προσδιορισμός, προσδιοριστικός, συνοριακός, σύνορο.
.
κρίσεως, κριτικῆς < κρίνω: αδιακρισία, αδιευκρίνιστος, ανάκριση, ανακριτικός, ανταπόκριση, ανταποκριτής, απόκριση, αποκριτικός, διάκριση, διακριτικός, διακριτικότητα, διευκρίνιση, έγκριση, έγκριτος, έκκριση, επίκριση, επικριτικός, ευκρίνεια, ευκρινής, κρίμα (το), κρίνω, κρίση, κρίσιμος, κρισιμότητα, κριτήριο, κριτής, κριτική, κριτικός, προκριματικός, πρόκριση, πρόκριτος, σύγκριση, συγκριτικός, υποκρισία, υποκριτής, υποκριτικός.
.
ἐστίν, ἐξουσία, εἶναι < εἰμὶ (ρ. ἐσ-, μι-κατάληξη· με αφομοίωση > ἐμ-μὶ· με απλοποίηση και αντέκταση > εἰμί): ανούσιος, απουσία, εξουσιαστικός, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, ομοούσιος, ον (το), οντολογία, οντολογικός, οντολογικός, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν, παροντικός, παρουσία, παρουσιαστικό, πεμπτουσία, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος.
.
φανερὸν < φαίνομαι: αφάνεια, αφανής, άφαντος, διαφάνεια, διαφανής, εμφανής, έμφαση, επιφάνεια, επιφανής, επίφαση, καταφανής, περιφανής, συκοφάντης, συκοφαντικός, υπερηφάνεια, υπερήφανος, φαεινός, φαινομενικός, φαινόμενο, φανάρι, φανερός, φανός, φαντασία, φαντασιόπληκτος, φαντασίωση, φάντασμα, φαντασμαγορικός, φανταστικός, φάσμα, φως.
.
λέγομεν, εἰπεῖν < λέγω (θ. λέγ-, Fερε-, ἐρε-, Fρε-> ῥε-> ῥη-, Fερ-, Fεπ- > εἰπ-): αναλογία, αναλογικός, αναντίλεκτος, ανείπωτος, απολογητικός, απολογία, απόρρητος, αρηματικός, άρρητος, δασολογία, διάλεκτος, διάλεξη, διαλογή, διαλογικός, διάλογος, δυσλεκτικός, δυσλεξία, έλλογος, επικός, επιλεκτικός, επίλεκτος, επιλογή, επιλογικός, επίλογος, επίρρημα, έπος, επύλλιο, θεολόγος, ιδιόλεκτος, κατάλογος, κυριολεκτικός, κυριολεξία, λεκτικός, λέξη, λέξημα, λεξικό, λεξικογράφος, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λογική, λογικός, λόγος, μετεωρολογία, μετεωρολογικός, μονολεκτικός, μονόλογος, ομολογία, παράλογος, παρρησία, πολυλογάς, πρόλογος, ρήμα, ρήση, ρητό (το), ρήτορας, ρητορικός, ρητός, ρήτρα, συλλογή, συλλογικός, σύλλογος, συνδιάλεξη, υπόλογος.
.
ἱκανὸν < ἱκνέομαι -οῦμαι: ανέφικτος, ανίχνευση, άφιξη, εξιχνίαση, εφικτός, ικανοποίηση, ικανοποιητικός, ικανός, ικανότητα, ικεσία, ικετευτικός, ικέτης, ιχνηλάτης, ίχνος, καθήκον, προίκα.

.

αὐτάρκειαν < αὐτὸς + ἀρκέω -ῶ < ἄρκος (θ. ἀρκέσ- + κατάληξη –ω· με αποβολή του σ > ἀρκέω· με συναίρεση > ἀρκῶ): αρκετός, αυτάρκεια, αυτάρκης, ολιγάρκεια, ολιγαρκής, ανεπάρκεια, ανεπαρκής, διάρκεια, διαρκής, επάρκεια, επαρκής.

.

ζωῆς < ζήω -ῶ: αναζωογόνηση, αναζωογονητικός, ευζωία, ζήση, ζωγραφιά, ζωγραφική, ζωγραφιστός, ζωγράφος, ζωδιακός, ζώδιο, ζωή, ζωηράδα, ζωηρός, ζωηρότητα, ζωικός, ζωντάνια, ζωντανός, ζώο, ζωογόνος, ζωοδότης, ζωολογία, ζωολογικός, ζωοποιός, ζωτικός, ζωτικότητα, ζωύφιο, ζωώδης, φιλόζωος.

***
Α) «Ὁ πολίτης … κοινωνοῦσιν)» ΕΠΑΡΚΗ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ «ΠΟΛΙΤΗ»
Ο Αριστοτέλης στρεφόμενος στη διερεύνηση της έννοιας του πολίτη τον διακρίνει από τον κάτοικο, καθώς ήδη έχει πει ότι «ἡ γὰρ πόλις πολιτῶν τι πλῆθός ἐστιν»(* η πόλις είναι το σύνολο των πολιτών που τη συναπαρτίζουν) . Ο πολίτης αποτελεί την πρώτη ύλη της πόλης και όχι:

  • απλώς ο κάτοικος μιας περιοχής.
  • ο έχων το δικαίωμα του ενάγειν και του ενάγεσθαι.
  • ο έχων την ίδια καταγωγή.

Η πόλη δεν είναι απλώς ούτε προϋποθέτει μόνο την κοινότητα τόπου των μελών της. Οι άνθρωποι, υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, σχηματίζουν πόλεις για να εξασφαλίσουν ευπραγία μέσα από τον πλήρη και αυτάρκη βίο της πόλης. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η πόλη είναι προϊόν ποιοτικά ανώτερων πράξεων, γιατί προϋποθέτει ανθρώπους που έχουν αναπτύξει τις ανώτερες ηθικές και διανοητικές ιδιότητές τους ως άτομα μέσα στο σύνολο υπέρ του συνόλου.
Ειδικότερα, ο Αριστοτέλης διερευνά την έννοια του «πολίτη» με τη χρήση του σχήματος «άρσης – θέσης». Έτσι, πρώτα θα μας δώσει τα στοιχεία εκείνα που δεν αποδεικνύουν επαρκώς ότι κάποιος είναι πολίτης και στη συνέχεια θα παρουσιάσει το επαρκές στοιχείο για τον προσδιορισμό του.
Τα στοιχεία, λοιπόν, που είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκή για τον χαρακτηρισμό κάποιου ως πολίτη είναι:
α) Ο τόπος κατοικίας («οὐ τῷ οἰκεῖν που πολίτης ἐστίν»): δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος πολίτης ανάλογα με το πού κατοικεί, γιατί στον ίδιο τόπο –εν προκειμένω, στην Αθήνα– μπορούσαν να κατοικούν και μέτοικοι και δούλοι, οι οποίοι όμως δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και συνεπώς δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολίτες.

  • Οι μέτοικοι ήταν ξένοι που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα και αποτελούσαν σημαντικό μέρος του αθηναϊκού πληθυσμού. Ήταν καταγεγραμμένοι σε ειδικό κατάλογο και πλήρωναν ετησίως έναν φόρο (12 δραχμές οι άνδρες και 6 οι γυναίκες), το «μετοίκιον». Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στη διοίκηση του κράτους, ούτε να έχουν στην κατοχή τους κτήματα. Ασχολούνταν με το εμπόριο και τη βιοτεχνία και επομένως, κατά ένα μεγάλο μέρος, στήριζαν την οικονομία της Αθήνας. Οι Αθηναίοι τους χρησιμοποιούσαν στον στρατό και στον στόλο, καθώς και στις θρησκευτικές τελετές και στις «λειτουργίες». Κάθε μέτοικος ήταν υποχρεωμένος να ορίσει έναν γνήσιο Αθηναίο πολίτη ως εγγυητή ή προστάτη του, ο οποίος συναλλασσόταν για λογαριασμό του με το κράτος και εγγυόταν για τη διαγωγή του. Για τις υπηρεσίες του προς το κράτος ο μέτοικος μπορούσε να γίνει «ισοτελής», δηλαδή ίσος με τους γνήσιους Αθηναίους πολίτες σε ό,τι αφορούσε τους φόρους, σπάνια όμως μπορούσε να γίνει πολίτης και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να αναλάβει δημόσια αξιώματα.
  • Οι δούλοι θεωρούνταν μορφή ιδιοκτησίας («res») και, φυσικά, δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Όπως αναφέρει σε άλλο σημείο των Πολιτικών ο Αριστοτέλης, ο δούλος ήταν ένα «ἔμψυχον κτῆμα», αναγκαίο για να τεθούν σε ενέργεια τα άψυχα εργαλεία και, όπως κάθε «κτήμα», ο δούλος ήταν όργανο προορισμένο να υπηρετεί τη γενική διαχείριση της ζωής (Πολιτικά, 1253b 32). Κατά τον φιλόσοφο, ο φύσει δούλος (γιατί υπάρχει και ο θέσει δούλος, αυτός που περιήλθε σε κατάσταση δουλείας εξαιτίας πολέμου κ.τ.λ.) διαθέτει εκ φύσεως φρόνημα ανελεύθερο που δεν μπορεί να το χρησιμοποιεί συνειδητά, «ὁ δοῦλος ὅλως οὐκ ἔχει τὸ βουλευτικὸν» (Πολιτικά, 1059b 22) και επομένως δεν είναι δυνατό να αποτελεί μέλος μιας ελεύθερης κοινωνίας, μιας πόλης κράτους.

β) Το δικαίωμα εμφάνισης κάποιου στο δικαστήριο ως ενάγοντος ή ως εναγόμενου («οὐδ’ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες … καὶ δικάζεσθαι»): δεν μπορεί να θεωρηθεί κάποιος πολίτης, μόνο επειδή έχει το δικαίωμα να εμφανίζεται στο δικαστήριο ως ενάγων ή ως εναγόμενος. Κι αυτό, γιατί πολίτες άλλων πόλεων μπορούν να έχουν αυτό το δικαίωμα χάρη σε ειδικές συμφωνίες, γραπτές δηλαδή διατάξεις που ορίζουν πρωτίστως τις εμπορικές συμφωνίες ανάμεσα στους πολίτες διαφορετικών πόλεων. Σύμφωνα με αυτές έχουν το δικαίωμα να μεταβαίνουν στην άλλη πόλη, να παραμένουν εκεί και να διεκδικούν από τα δικαστήρια την απονομή δικαίου.

  • «ἀπὸ συμβόλων»: τα «σύμβολα» ήταν ειδικές συμφωνίες, κυρίως εμπορικές. Σε άλλο σημείο του τρίτου βιβλίου των Πολιτικών(1280a 35) ο Αριστοτέλης κάνοντας πάλι αναφορά στα «σύμβολα» φέρνει ως παράδειγμα τους Τυρρηνούς και τους Καρχηδονίους, οι οποίοι ενώνονταν με εμπορικές και στρατιωτικές συμφωνίες. Αυτές όμως δεν ήταν αρκετές για να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην ίδια πολιτική κοινωνία ως πολίτες. Ωστόσο, οι οικονομικές συμφωνίες και εμπορικές συμβάσεις ανάμεσα στις πόλεις προστατεύονταν από νόμους που επέτρεπαν σε κάποιον να παρουσιαστεί ως διάδικος στο δικαστήριο χωρίς να είναι πολίτης της συγκεκριμένης πόλης.
  • Επίσης, σύμφωνα με τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο των Πολιτικών (Πολιτικά, 1275a 15), δεν έπρεπε να ορίζονται πολίτες τα παιδιά και όσοι νέοι δεν είχαν ακόμη εγγραφεί στα μητρώα των πολιτών («ἀτελεῖς»), όσοι γέροντες δεν εκπλήρωναν πια τα πολιτικά τους δικαιώματα και τους οποίους χαρακτήριζε παρηκμασμένους («παρηκμακότας») και τέλος, όσοι με δικαστική απόφαση είχαν χάσει τα δικαιώματα του πολίτη («περὶ τῶν ἀτίμων»), καθώς και οι εξόριστοι («καὶ φυγάδων»). Για τις απόψεις αυτές του φιλοσόφου μας προϊδεάζει η χρήση του επιθέτου «ἱκανὸν» στο τέλος της ενότητας.
Β) «… πολίτης δ’ ἁπλῶς… ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν.» Η ΕΠΑΡΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗ ΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ «ΠΟΛΙΤΗ»
  1. Τα επαρκή κριτήρια του ορισμού του πολίτηΜετά την αναφορά στα κριτήρια, που δεν αποδεικνύουν επαρκώς ότι κάποιος είναι πολίτης, ο Αριστοτέλης καταλήγει στα δύο επαρκή γνωρίσματα προσδιορισμού της έννοιας.
    Πολίτης, λοιπόν, είναι:α) αυτός που συμμετέχει στη δικαστική εξουσία, που έχει δηλαδή το δικαίωμα να δικάζει ως μέλος δικαστηρίου και ειδικότερα του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας («μετέχειν κρίσεως») καιβ) αυτός που συμμετέχει στην πολιτική εξουσία, αφενός δηλαδή στη διοίκηση του κράτους εκλέγοντας τους ηγέτες της πόλης του και αφετέρου μετέχοντας στα όργανα που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις και νομοθετούν (βουλή, εκκλησία του δήμου) («μετέχειν ἀρχῆς»).
  1. Ο ορισμός του πολίτη: «πολίτης δ’ ἁπλῶς οὐδενί τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἤ τῷ μετέχειν κρίσεως και ἀρχῆς».Ο ορισμός αποδίδει την ίδια την ουσία της πόλης, γιατί η πόλη είναι συμβιωτική κοινότητα που διέπεται από σχέσεις εξουσίας μεταξύ των μελών της με το εξής όμως γνώρισμα: η εξουσία ασκείται μεταξύ ίσων. Ο πολίτης, το ίδιο και όλοι οι άλλοι, έχει κάποια μορφή βουλευτικής και δικαστικής εξουσίας στην πόλη. Ανεξάρτητα από το είδος του πολιτεύματος, πολίτης είναι αυτός που αναδέχεται κάποια δικαστική ή βουλευτική εξουσία, αλλά οι συνθήκες για την απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη μεταβάλλονται ανάλογα με τα πολιτεύματα. Οι πολίτες είναι εξ ορισμού ελεύθεροι, γιατί υπάρχουν και πράττουν για χάρη του εαυτού τους και όχι για χάρη άλλων. Υπάρχουν και πράττουν για χάρη της ευδαιμονίας τους που αποτελεί τον τελικό σκοπό της ύπαρξης της πόλης.

    Εν ολίγοις, ο «αριστοτελικός» πολίτης είναι αυτός που συμμετέχει στη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική αρχή.Αυτή η συμμετοχή παρουσιάζεται από τον φιλόσοφο ως το σπουδαιότερο δικαίωμά του, διότι χάρη σε αυτό ο πολίτης διαχειρίζεται τα πολιτικά πράγματα, πολιτεύεται. Ισοδυναμεί με τη συμμετοχή στο σύνολο σχεδόν των λειτουργιών της πόλης – κράτους.
    Φυσικά, ο φιλόσοφος αναφέρεται στην πόλη της δημοκρατικής Αθήνας, την πόλη της άμεσης δημοκρατίας, αλλά και σε όσες πόλεις-κράτη είχαν παρόμοια πολιτεύματα, γιατί σε πολιτεύματα ολιγαρχικά ή τυραννικά, όπως αυτά της Σπάρτης και της Κρήτης δεν είχαν όλοι οι πολίτες το δικαίωμα να συμμετέχουν στις λειτουργίες του κράτους.
  1. Η σημασία της συμμετοχής στις δικαστικές λειτουργίες
    Η συμμετοχή στις δικαστικές λειτουργίες είναι, κατά τον Αριστοτέλη, απολύτως σημαντική για τον ορισμό της έννοιας «πολίτης». Και ο ίδιος ο Πλάτωνας, άλλωστε, τόνιζε στους Νόμους ότι η μη συμμετοχή σε αυτές ισοδυναμούσε με μη συμμετοχή στο σύνολο των λειτουργιών της πόλης («ὁ γὰρ ἀκοινώνητος ὢν ἐξουσίας τοῦ συνδικάζειν ἡγεῖται τὸ παράπαν τῆς πόλεως οὐ μέτοχος εἶναι» 768b 2). Μια πόλη με σωστό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, που λειτουργεί με ορθούς νόμους, αμεροληψία και ελευθερία, διαφυλάσσει τα δικαιώματα των πολιτών (την ισονομία, την ισηγορία και την παρρησία), συμβάλλει στην αποφυγή κοινωνικών συγκρούσεων και αναταραχών, και εξασφαλίζει ηρεμία, γαλήνη, ασφάλεια και κατ’ επέκταση την ευδαιμονία, που είναι και ο ύψιστος σκοπός της πόλης. Όλα αυτά όμως μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη συμμετοχή όλων των πολιτών στις δικαστικές λειτουργίες. Τα παραπάνω αποδεικνύουν, βέβαια, την ύπαρξη ενός υψηλού επιπέδου πολιτισμού, καθώς η έννοια της δικαιοσύνης προϋποθέτει ανθρώπους ενάρετους, ηθικούς και καλλιεργημένους.
  1. «πόλιν δὲ τὸ τῶν τοιούτων πλῆθος ἱκανὸν πρὸς αὐτάρκειαν ζωῆς»
    Ο νέος ορισμός της πόλης σε σχέση με τον πολίτη

    Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης δήλωσε πως, για να προχωρήσει στον ορισμό της «πολιτείας», πρέπει πρώτα να ορίσει την έννοια «πόλις», που είναι το «ὅλον»· και για να γίνει αυτό, πρέπει να προηγηθεί η έννοια του «πολίτη», που είναι το «μέρος» του «ὅλου». Αφού, λοιπόν, έδωσε τον ορισμό του πολίτη, συνθέτει νέο ορισμό για την πόλη σε σχέση όμως με τον πολίτη και τη συμβολή του στο βασικό γνώρισμα της πόλης, σε αυτό της αυτάρκειας.
    Η πόλη, επομένως, είναι:α) το σύνολο των πολιτών που έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική και δικαστική εξουσία και
    β) το σύνολο των πολιτών που είναι αρκετοί στον αριθμό και ικανοί στην αξιοσύνη, την αρετή (διανοητική και ηθική), όχι τυχαίοι και ανάξιοι, ικανοί να εξασφαλίζουν αυτάρκεια στην πόλη.Με δεδομένο ότι πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών, που διαθέτει εξουσίες, διατηρείται ως ενιαία ολότητα που υπηρετεί τον τελικό της σκοπό, την ευδαιμονία, η οποία όμως προϋποθέτει αυτάρκεια, γιατί η αυτάρκεια που επιτυγχάνεται στην πόλη, όταν ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες ζωής, είναι συνώνυμη με την ευτυχία, το «εὖ ζῆν» . Οι άνθρωποι, ως άτομα και σύνολα, επειδή είναι ελλιπή όντα, είναι δυνατόν να είναι ευτυχείς, μόνο αν είναι σε θέση να έχουν επάρκεια, την οποία βρίσκουν μέσα στην πόλη και από την πόλη. Η πολιτική κοινωνία ως πλήρης ύπαρξη, που δεν της λείπει τίποτε και μπορεί να εγγυηθεί το «εὖ ζῆν», είναι αποτέλεσμα της συνειδητής πολιτικής πράξης των πολιτών. Έτσι, ο Αριστοτέλης προοικονομεί τη συνέχεια των αναλύσεών του, όπου θα εκθέσει τις απόψεις του για την ποιότητα του πολίτη και του πολιτικού και για τα γνωρίσματα του σπουδαίου πολίτη και πολιτικού άρχοντα.
    Σε άλλο σημείο των Πολιτικῶν (1328b 16) ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι: «ἡ … πόλις πλῆθός ἐστιν οὐ τὸ τυχὸν ἀλλὰ πρὸς ζωὴν αὔταρκες, … ἐὰν δέ τι τυγχάνῃ τούτων ἐκλεῖπον, ἀδύνατον ἁπλῶς αὐτάρκη τὴν κοινωνίαν εἶναι ταύτην», και, όπως ήδη έχει αναφέρει στη 12η ενότητα, η αυτάρκεια της πόλης συνδέεται με το «εὖ ζῆν», την ευδαιμονία των πολιτών, και δεν αφορά απλώς τα υλικά αγαθά και την εμπορική της ανάπτυξη, αλλά και την ύπαρξη αμυντικών δυνατοτήτων, συστήματος χρηστής διοίκησης και απονομής δικαιοσύνης. Έτσι, η πόλη καθίσταται αυτόνομη σε όλους τους τομείς.

Πηγή

***


Η ευαισθητοποίησί μας στην καθεστωτική προπαγάνδα *

1) Δύο απλά πραγματάκια: το “πολιτικό σύστημα” και το “καθεστώς”.

Σύστημα: μία οντότης μερών, που μέσω των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεών τους, λειτουργούν συλλογικά προς το κοινόν τους συμφέρον.

Άρα, και ένα πολιτικό σύστημα ή πολίτευμα, επίσης είναι μία οντότης μερών, π.χ. θεσμών, που μέσω των αμοιβαίων αλληλεπιδράσεών τους λειτουργούν συλλογικά προς το κοινόν τους συμφέρον. Π.χ. ένα πολίτευμα μερικής αντιπροσωπεύσεως ή ένα πολιτικό σύστημα καθολικής αντιπροσωπεύσεως.

Καθεστώς: αποβλέπει όχι σε ένα κοινό ή συλλογικό συμφέρον, αλλά στο προσωπικό συμφέρον του μονάρχη ή των τυράννων. Π.χ., εκείνο της τυραννικής κομματοκρατίας που βιώνουμε τώρα.

___

istimi

ΙΣΤΗΜΙ = ΣΤΗΝΩ, ΤΟΠΟΘΕΤΩ ΚΟΝΤΑ

ΣΥΣΤΗΜΑ = ΣΥΝ + ΙΣΤΗΜΙ = Στέκομαι μαζί με όλους

ΚΑΘΕΣΤΩΣ = ΚΑΤΑ + ΙΣΤΗΜΙ = Βρίσκομαι απέναντι από τους άλλους


Κείμενα του Αριστοτέλη στα Αρχαία Ελληνικά με δυνατότητα εμφάνισης μετάφρασης

 

ypikoos