Δεν είναι πολλά αυτά για τα οποία συμφωνούμε σήμερα. Συμφωνούμε ωστόσο συνήθως σε δύο πράγματα:
(1) ότι κάτι πρέπει να γίνει,
(2) ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει.
Η αντιφατικότητα αυτών των δύο ισχυρισμών, που τους ασπαζόμαστε ταυτοχρόνως, εξηγεί τον ιδεολογικό και ψυχολογικό εγκλωβισμό που βιώνει η Ελλάδα εδώ και χρόνια με εμφανή αποτελέσματα.
Είναι η ψυχολογία του αδιεξόδου που οδηγεί στην αδράνεια και στην ιδιωτεία.
Αν τα πράγματα εξωθηθούν στα άκρα, τότε η ψυχολογία του αδιεξόδου οδηγεί στον φανατισμό και σε βίαιες αντιδράσεις. Ο φανατισμός και η ιδεολογική πόλωση–που συμβαίνει πάντα σε καιρούς κρίσης–σημαίνει μεταξύ άλλων και δύο πράγματα:
(1) πως στον λαό υπάρχει πολύ μεγάλη ενέργεια και
(2) πως υπάρχει πολύ μεγάλη έγνοια, μέριμνα για την βελτίωση των πραγμάτων και επιτακτικό αίτημα για λύσεις.
Αυτά από μόνα τους είναι καλά, γιατί θα μπορούσε ο άλλος να είναι ασθενικός ή αδιάφορος. Τα αρνητικά τα γνωρίζουμε: όλη αυτή η ενέργεια είναι διαθλασμένη προς ποικίλες αντικρουόμενες κατευθύνσεις και σπαταλάται στην αυτοκαταστροφή.
Η επιστήμη μας διδάσκει πως όταν σε έναν χώρο δεν υπάρχει συναίνεση, να συμφωνούν όλοι γενικώς για το τι πρέπει να γίνει, τα πράγματα είναι πρώιμα και τίποτε δεν είναι βέβαιο. Αν είναι 5 χώροι, για παράδειγμα στην πολιτική, που και οι 5 πρεσβεύουν κάτι διαφορετικό με την ίδια επιμονή και θέρμη, το πιθανότερο είναι πως και οι 5 έχουν εν μέρει μόνο δίκιο (ας τους αναγνωρίσουμε το εν μέρει και μιλάμε για τον πολύ λαό).
Η συναίνεση ως δείκτης ωριμότητας ενός επιστημονικού χώρου είναι εμφανής για παράδειγμα στην Φυσική, όλοι οι ειδικοί συμφωνούν για την βαρύτητα και για την έλξη των μαζών. Για πιο αφηρημένες θεωρίες ωστόσο, μοντέλα Φυσικής μη αποδείξιμα ή μη αποδεδειγμένα (π.χ. η Θεωρία των Χορδών) δεν υπάρχει συναίνεση. Το ίδιο στην Ιατρική: όλοι οι ειδικοί συμφωνούν για πολλές παθήσεις τί θεραπεία πρέπει να ακολουθηθεί. Όταν δεν συμφωνούν, τα πράγματα είναι πρώιμα.
Αυτή η συνειδητοποίηση μας προστατεύει από την δαιμονοποίηση των ετεροδόξων (όσων νομίζουν κάτι διαφορετικό από εμάς). Όταν τα πράγματα είναι πρώιμα, κανείς δεν ξέρει πραγματικά και κανείς δεν μπορεί να αποδείξει κάτι. Μπορεί να συνδυάσει διάφορα δεδομένα και γεγονότα με βάση την εμπειρία του. Να αποδείξει όμως δεν μπορεί ποια λύση θα ήταν αποτελεσματική (και μάλιστα η μόνη αποτελεσματική, όπως συνήθως πιστεύουμε). Όμως τα πάντα είναι χώρος της επιστήμης. Τα πάντα είναι φαινόμενα και έχουν αίτια και λύσεις. Και τα κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά είναι φαινόμενα και έχουν αίτια και λύσεις. Και με το χέρι στην καρδιά δεν γνωρίζουμε ούτε τα μεν ούτε τα δε, ούτε τα αίτια, ούτε τις λύσεις. Έχουμε μια ιδέα, κάνουμε διαφορες εικασίες και προσηλωνόμαστε συνήθως σ’ αυτές με θρησκευτικό ζήλο. Είναι όμως μόνο εικασίες, είτε δικές μας είτε του ιδεολογικού μας χώρου (όταν έχουμε κάποιον). Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε. Πρώτον γιατί δεν είμαστε οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι, πολιτειολόγοι, ανθρωπολόγοι κ.ά. Και δεύτερον γιατί ουτε αυτοί γνωρίζουν. Σίγουρα γνωρίζουν κάτι παραπάνω και όλοι μαζί πολλά περισσότερα.
Η πρόοδος της επιστήμης απαιτεί παρατήρηση των σχετικών φαινομένων και περιγραφή, ακολούθως αφαιρετική και συνδυαστική σκέψη. Απαιτεί ενασχόληση. Πρέπει κάτι να μας απασχολήσει για να βρούμε λύση και για να μας απασχολήσει πρέπει να το θεωρήσουμε εφικτό. Αν θεωρούμε πως έχουμε τη λύση ή πως λύση δεν υπάρχει (πράγμα που αποτελεί μεταφυσική πεποίθηση, γιατί δεν είναι αποδείξιμο), δεν θα μας απασχολήσει και δεν θα βρούμε καμία λύση.
Καλώς ή κακώς είναι και οι βίαιες λύσεις αναγκαίες ή προς το παρόν αναπόφευκτες. Σε βάθος χρόνου όμως θέλουμε να απαλλαγούμε από το ανεπιθύμητο φαινόμενο και όχι απλά από τα πρόσωπα που κατά καιρούς το εκφράζουν. Θέλουμε ουσιαστικά να απαλλαγούμε από τη χολέρα και όχι απλά από τον χολερικό. Σε βάθος χρόνου θέλουμε να απαλλαγούμε από τη διαφθορά και όχι απλά από τους εκάστοτε εκπροσώπους της. Θέλουμε να βρούμε τα αίτια και λύσεις. Γιατί θέλουμε τα όσα έγιναν, να μην ξανασυμβούν.
Είναι χρήσιμο λοιπόν σε κάθε δημιουργική προσπάθεια να μας ενώνει ο κοινός σκοπός και όχι ο κοινός εχθρός ή να το πούμε αντίπαλος. Αφενός γιατί συχνά ο αντίπαλος δεν υπάρχει, αφετέρου γιατί και όταν υπάρχει μας συνδέει μ’αυτόν το πρώτο σκέλος του εγκλωβιμού μας: το αίτημα για αλλαγή. Διαφορετικά καταλογίζουμε στον αντίπαλο την κακή προαίρεση, τον έχουμε δαιμονοποιήσει και του αφαιρούμε έτσι το ανθρώπινο στοιχείο, ενώ παραλλήλα θεωρούμε πως μόνο εμάς χαρακτηρίζει η καλή προαίρεση και η μέριμνα.
Επιπλέον σημειώνουμε πως η επιστημονική οδός–που δεν χρειάζεται να είναι κανείς επιστήμονας για να την ακολουθήσει–πρέπει να στρέφει την δραστηριοποίησή μας και προς την εποικοδομητική συμβολή στην διάδοχη κατάσταση (την ωριμότητα και την γνώση των επόμενων γενεών), γιατί όπως είπαμε θέλουμε σε βάθος χρόνου να απαλλαγούμε από το δυσμενές φαινόμενο και όχι απλά από τα εκάστοτε πρόσωπα που το εκφράζουν