Από τη ρίζα ευθυ- σχηματίζεται το ρήμα «ευθύνω», που σημαίνει κυριολεκτικά ισιώνω και μεταφορικά τιμωρώ κάποιον. Σχηματίζεται επίσης το επίθετο ευθύς, ευθεία, ευθύ από όπου το ρήμα ευθειάζω δηλ. ισώνω, σήμερα φτειάζω, φτιάχνω. Από τη ρίζα επίσης ευθυ- σχηματίζεται και το ουσιαστικό εύθυνα (η εύθυνα, της ευθύνης). Γρήγορα το ρήμα «ευθύνω» έφτασε να σημαίνει τον έλεγχο των πολιτικών αρχόντων, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τη διαχείριση του κρατικού χρήματος, αλλά και το πολιτικοκοινωνικό έργο.
Όπως γνωρίζουμε από το μάθημα της ιστορίας στο σχολείο, στην αθηναϊκή δημοκρατία (και όχι μόνο) οι πολιτικοί άρχοντες ασκούσαν τα καθήκοντά τους μόνο για ένα έτος. Στο τέλος της θητείας εφαρμοζόταν η λεγόμενη «εύθυνα», δηλαδή ο οικονομικός έλεγχος που υφίστατο ο κάθε υπάλληλος του κράτους που διαχειριζόταν δημόσιο χρήμα. Απλά, ο κάθε υπάλληλος του κράτους, ακόμα και ο πολιτικός υπάλληλος, όφειλε να απολογηθεί στη Βουλή των 500 πως διαχειρίστηκε το δημόσιο χρήμα και γιατί.
Σε πρώτη φάση ο προκαταρκτικός οικονομικός έλεγχος γινόταν από δέκα λογιστές, με τη σημερινή ορολογία. Αν οι λογιστές διαπίστωναν κάτι ύποπτο ή αν κάποιος πολίτης κατέθετε μήνυση εναντίον κάποιου πολιτικού άρχοντα για οικονομικές ατασθαλίες, οι ελεγκτές όφειλαν να φέρουν το θέμα στο δικαστήριο και οι ίδιοι να εισηγηθούν. Ακόμα και αν ο εναγόμενος πολιτικός άρχοντας κατά τη διαδικασία αθωωνόταν, δεν έκλεινε η υπόθεση οριστικά, αλλά για άλλες τριάντα μέρες δέκα «εύθυνοι», που ορίζονταν με κλήρο από τη Βουλή, εξέταζαν εκ νέου την καταγγελία, μέχρι να αποδειχτεί πλήρως η αθωότητα του απερχόμενου πολιτικού. Εν ολίγοις, στην Αρχαία Ελληνική Δημοκρατία η «εύθυνα» και οι «εύθυνοι» αποτελούσαν ένα σημαντικό εργαλείο, με το οποίο ελεγχόταν η ανώτατη πολιτική εξουσία. Ο έλεγχος στηριζόταν στο γεγονός πως μεταξύ των άλλων όποιος επρόκειτο να ασκήσει πολιτικό αξίωμα όφειλε να έχει καταγράψει και καταθέσει ολόκληρη την περιουσία του, προσωπική και οικογενειακή, έως και τα… σανδάλια που φορούσε. Και βέβαια με τη λήξη της θητείας του έπρεπε να είναι σε θέση να αποδείξει ότι όχι μόνο δεν ζημίωσε την πατρίδα του οικονομικά, αλλά ότι έκανε και έργο στον τομέα ευθύνης του. Σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινης πράξεως, κατά τη διάρκεια της θητείας του, οι ποινές ήταν:
Κατάσχεση της περιουσίας του μέχρι του ποσού που είχε ζημιώσει το δήμο της Αθήνας
Αν η περιουσία του δεν ήταν επαρκής, μέχρι εξοφλήσεως δούλευε σε δημόσια έργα
Αν βουλευτής είχε προτείνει και περάσει στη βουλή νόμο με τον οποίο είχε βλάψει ηθικά τη Δημοκρατία, το δικαστήριο επέβαλε την ποινή του θανάτου και αξίζει να σημειωθεί ότι η ποινή εκτελείτο αυθημερόν, διότι στην π. Χ. ανεξάρτητη Αθήνα δεν υπήρχαν φυλακές κράτησης και ούτε οι πολίτες ήσαν υποχρεωμένοι να ταΐζουν κλέφτες, μιζαδόρους και σφετεριστές της δημόσιας περιουσίας και ζωής. .
Στην περίπτωση όμως που αποδεικνύονταν ότι οι πολιτικοί είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη, τους τιμούσανδημόσια, ενώ το τιμητικό ψήφισμα χαρασσόταν σε λίθινη στήλη και στηνόταν σε επίσημο μέρος της πόλης, συνήθως στην Αγορά, στην Ακρόπολη ή σε κάποιο ιερό, ώστε να γίνει γνωστό σε όλους. Γιατί η Ελληνική Δημοκρατία στηριζόταν σε γερά θεμέλια, όπως τον διαφανή έλεγχο, την επιβράβευση του ήθους και της προσφοράς και την τιμωρία της ανηθικότητας.
Τί γίνεται σήμερα, στην μ.χ.χ.. εξαρτημένη Αθήνα και κατ’ επέκταση σε όλη την εξαρτημένη Ελλάδα; Ακριβώς το αντίθετο. Και για να μη λέω λόγια, παραθέτω δύο πού σημαντικά άρθρα, τα οποία η σύγχρονη Βουλή ψήφισε, για να διαφυλάττει τα νώτα της, όταν αυθαιρετεί.
«Άρθρο 61.
1. Ο βουλευτής δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων.
2. Ο βουλευτής διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της Βουλής. Αρμόδιο για την εκδίκαση είναι το Εφετείο. Η άδεια θεωρείται ότι οριστικά δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες αφότου η έγκληση περιήλθε στον Πρόεδρο της Βουλής. Αν η Βουλή αρνηθεί να δώσει την άδεια ή αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, η πράξη θεωρείται ανέγκλητη. Η παράγραφος αυτή έχει εφαρμογή από την προσεχή βουλευτική περίοδο.
3. Ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε.
Άρθρο 62
Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος. Επίσης δεν διώκεται για πολιτικά εγκλήματα βουλευτής της Βουλής που διαλύθηκε, από τη διάλυσή της και έως την ανακήρυξη των βουλευτών της νέας Βουλής. Η άδεια θεωρείται ότι δεν δόθηκε, αν η Βουλή δεν αποφανθεί μέσα σε τρεις μήνες αφότου η αίτηση του εισαγγελέα για δίωξη διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Βουλής. Η τρίμηνη προθεσμία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των διακοπών της Βουλής. Δεν απαιτείται άδεια για τα αυτόφωρα κακουργήματα».
Οίκοθεν νοείται ότι οι δανειστές μας και επικαρπωτές του πλούτου μας εγνώριζαν πολύ καλά, αν δεν ώθησαν κι όλας, την ψήφιση αυτών ταν νόμων. Μέσα σε ένα τόσο αυθαίρετο νομικό πολιτικό κλίμα κινήθηκε άνετα η Ζίμενς, χρηματοδότησε βουλευτές και οδήγησε τους Έλληνες στο γκρεμό. Μη μου πείτε ότι δεν πέφτουμε στον γκρεμό;
Νομίζω ότι έγινε σαφές, γιατί γνωστό είναι, εκτός από την εύθυνα ποια είναι τα ανεύθυνα και οι ανεύθυνοι, τα υπεύθυνα και οι υπεύθυνοι αυτής της κατάστασης, καθώς και το πόσο συνυπεύθυνοι είμαστε κι εμείς οι Έλληνες, που αναζητήσαμε τη βολή μας, κοιτάξαμε το τώρα, κλείσαμε μάτια και αυτιά στις φωνές των σοφών (Κ. Π. Καβάφη, Σοφοί δε προσιόντων) και αφήσαμε να μας οδηγήσουν στο από πριν καλά ετοιμασμένο βάραθρο.